Το καυτό σημάδι μιας εφηβικής ψυχής

Έτσι ήταν το Κολόμπο. Τόπος που χωρούσε τους πάντες και είχε για όλους μια γωνία κομμένη και ραμμένη στα μετρά του.

Το καυτό σημάδι μιας εφηβικής ψυχής

Του Νεκτάριου Καμπουράκη

Κολόμπο λέμε στα χάνια όπου μεγάλωσα και αντρώθηκα το παλιό ενετικό λιμάνι. Με τον πετρόχτιστο Φάρο που στέκει εκεί και αγναντεύει το πέλαγο, με τα στενάκια του την «οβριακή» τη συνοικία όπου παλιά μένανε οι εβραίοι και της έμεινε το όνομα, τα καλντερίμια του και τα παλιά στριμωγμένα σπιτάκια του.

Την πιάτσα κυρίως του καλοκαιριού όπου όλος ο κόσμος αρέσκεται να περιπατάει στην παραλία που είναι γεμάτη ουζερί, καφετερίες και εστιατόρια. Είναι η βόλτα των οικογενειών, μπαμπάδες που περιπατάνε νωχελικά, μαμάδες με αετίσιο βλέμμα που γυρίζει γύρω γύρω σαν ραντάρ επιτηρώντας και προσέχοντας τα κουτσούβελα που τρέχουν σαν μανιασμένα πέρα δώθε, λες και μόλις απελευθερώθηκαν από ισόβια δεσμά και τρέχουν να προλάβουν τον χαμένο χρόνο τους. Καφετερίες όπου η φραπεδιά  πήγαινε σύννεφο από τους νεωτέρους πολύ πριν αλωθεί από τον «φρέντο εσπρέσσο » ενώ οι γηραιότεροι μη θέλοντας «ετούτα να τα νεροξεπλύματα» επέλεγαν  μετά παρρησίας τον ελληνικό καφέ ή κανένα ουζάκι.

Η βόλτα των οικογενειών  ήταν και ταυτόχρονα και η «τσάρκα»  για τους μάγκες για τους μικρομέγαλους έφηβους σαν κι εμάς που ακόμα αναζητούσαμε την ταυτότητα μας και την καθιέρωση μας μέσα στον κοινωνικό μας περίγυρο αλλά και την καταξίωση μας μέσα στις παρέες μας τους φίλους μας αλλά και αυτούς που στο μυαλό μας χαρακτηρίζαμε σαν αντίπαλους μας. Αδερφικούς φίλους μεν αλλά αντίπαλους κιόλας. Ω ναι είχαμε και τέτοια ….   Εμείς ήμασταν Ροκάδες οι άλλοι Καρεκλάδες εμείς ήμασταν Προοδευτικοί οι άλλοι ήταν Συντηρητικοί  ακόμα ακόμα  εμείς ήμασταν Ολυμπιακάκηδες και οι άλλοι ήταν Παναθηναικάκηδες ή αλλιώς εμείς Γαύροι αυτοί Βάζελοι.

Φούντωναν οι κουβέντες στις καφετέριες υψώνονταν οι φωνές αγριεύανε  τα πάθη και μετά πάλι μόλις περνούσε καμία όμορφη κοπελιά από μπροστά μας καταλαγιάζανε οι φωνές ησύχαζε η έξαψη και μια άλλη έξαψη αντικαθιστούσε την προηγούμενη. Πιο μουλωχτή πιο βαθιά από αυτές που δεν λέγονται έτσι απλά με λόγια γιατί αυτή ήταν η πιο σημαντική καταξίωση η πιο ουσιώδης η πιο όμορφη η κορυφαία. Η καταξίωση της αντρικής  μας ταυτότητας, το σημείο που όταν το περνούσαμε είχαμε κάνει ένα πολύ σημαντικό βήμα στη ταυτοποίηση και την καταξίωσή μας.

Είχε  φωτεινά  μέρη, ολοζώντανα, ζεστά, ανθρώπινα, όπου όλα ήταν εμφανή κανένας δεν κρυβόταν και ουδείς έκρυβε κάτι. Είχε όμως και τα απόμερα  σημεία του τα σκοτεινά. Τα πραγματικά σκοτεινά γεμάτα από πόνο, και δυστυχία. Τη γωνία της Ζέτας  που πούλαγε αγάπη και αγκαλιά με το ανάλογο αντίτιμο. Το απόμερο εγκαταλελειμμένο σπίτι που ήταν στέκι για τους δυστυχισμένους με τα σημάδια από τις βελόνες στα χέρια εκεί που κρυβόντουσαν προσπαθώντας να χαθούν  στην εφήμερη ουτοπία των ναρκωτικών.

Και τα φωτεινά του σκοτάδια όπου άραζαν τα ζευγαράκια, που τσακώνονταν στα μουλωχτά ή φιλιόντουσαν με πάθος περίσσιο, και αγκαλιάζονταν με απύθμενο ανεκπλήρωτο πόθο όση ώρα βρισκόταν εκεί μη θέλοντας να χάσουν ούτε ένα δευτερόλεπτο από την αγάπη τη ζεστασιά και την ικανοποίηση που προσφέρουν οι ζεστές άδολες ανθρώπινες σχέσεις.

Εκεί ήταν και το σημείο μηδέν..  όποιος αποκτούσε «σχέση» και κατέφευγε στα σκοτάδια αποκτούσε αυτόματα και την καταξίωση της παρέας και ανέβαινε επίπεδο προς τον πολυπόθητο χαρακτηρισμό του Άντρα.

Ακόμα και οι σκληροί και αρτηριοσκληρωτικοί κρητίκαροι με τις μουστάκες τα στιβάνια και τις κολλημένες σε μια στείρα ηθική ιδέες, τεχνηέντως απέφευγαν να περάσουν από εκεί προφασιζόμενοι ότι «ντρέπονται να θωρούνε τα ξεγιβεντίσματα ντώνε» αλλά που στην πραγματικότητα απλά καταλάβαιναν ότι δεν έπρεπε να περάσουν, ότι δεν είχαν το δικαίωμα να χαλάσουν αυτές τις στιγμές ή ίσως και κάπου στο βάθος του μυαλού τους να θυμόταν ότι και αυτοί κάποια στιγμή άφησαν το ευεργετικό σκοτάδι να τους κρύψει στην φιλόξενη αγκαλιά του.

Έτσι ήταν το Κολόμπο. Τόπος που χωρούσε τους πάντες και είχε για όλους μια γωνία κομμένη και ραμμένη στα μετρά του, στις ανάγκες του τους πόθους του τον πόνο του την ευτυχία και την δυστυχία του. Αρκεί να αναζητούσες αυτό που ήθελες και στο έδινε με μόνο αντάλλαγμα τις  αναμνήσεις σου.

Είχε δική του ζωή και μοναδική προσωπικότητα. Σα να ήταν ζωντανό. Σα να είχε  τη δύναμη να αποφασίζει ποιος του κάνει και ποιος όχι. Ποιος του ταιριάζει και ποιος όχι. Σε ποιον θα επιτρέψει να σουλατσάρει ανέμελα και ποιον θα εμπόδιζε με μια δύναμη πρωτόγνωρη, ακόμα και να περάσει από εκεί ή θα τον τιμωρούσε. Άλλους τους δεχόταν και τους αγκάλιαζε και άλλους όχι. Όλους όμως τους σφράγιζε με καυτό λες σίδερο την ψυχή τους ανεξίτηλα, ώστε να είναι αδύνατον να ξεχάσουν την ύπαρξη του δια παντός.

Στα εφηβικά μάτια μας φάνταζε σαν η γη της επαγγελίας. Εκεί απολαμβάναμε την παρέα μας, τους τσακωμούς μας, τους έρωτές μας, τα πάθη μας.

Εκεί προσπαθήσαμε να γίνουμε άντρες

Εκεί δυνάμωσαν φιλίες πανίσχυρες

Εκεί έρωτες μεγάλοι

Εκεί φτιαχτήκαν παρέες και οικογένειες

Πολλοί από εμάς φύγαμε και δεν πίνουμε πια τον καφέ μας στο λιμάνι, αλλά όταν κοιτάμε στο πολύ βάθος της ψυχής μας και βλέπουμε το καυτό του σημάδι θα θέλαμε ξανά να αράξουμε εκεί για ένα καφέ, ή έστω να πάρουμε την γυναίκα μας (κι ας έχουμε δυο και τρία παιδιά πλέον) και να κρυφτούμε στα σκοτάδια να ξαναγίνουμε ζευγαράκι και να «ξεγιβεντιστούμε» και μετά καμαρωτοί καμαρωτοί σαν παγώνια να εμφανιστούμε στην παρέα μας για να δούμε στα μάτια τους τον θαυμασμό και την αποδοχή.

Δημοσιεύουμε απόψεις και σχόλια αναγνωστών. Οι απόψεις και τα σχόλια που δημοσιεύονται εκφράζουν τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει και δεν φέρει καμία ευθύνη για τις απόψεις ή σχόλια αναγνωστών.