Μεσαία τάξη: από τον Αριστοτέλη στον ΟΟΣΑ
Ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι αρίστη πολιτική κοινωνία είναι αυτή στην οποία κυριαρχεί η μεσαία τάξη και ότι οι καλύτερα κυβερνώμενες πόλεις είναι εκείνες στις όποιες η μεσαία τάξη είναι η πλέον ευμεγέθης και ισχυρή από τις άλλες δύο.

Του Γιώργου Ασωνίτη, PhD
1.1 Το μέγεθος. Μήλον της έριδος και κύριος στόχος των κομματικών επιτελείων στην προεκλογική περίοδο έγινε η μεσαία τάξη, ως η πλέον ικανή να συμβάλει στην νίκη της παράταξης. ότι μπορούν να εκφράσουν τις επιθυμίες της και τα συμφέροντά της. Μείζον θέμα κομματικών αντιπαραθέσεων απετέλεσαν οι πολιτικές των Κυβερνήσεων που εφαρμόστηκαν τα δέκα τελευταία χρόνια εν μέσω κρίσεων και μνημονίων.
Υποστηρίζεται ότι η μεσαία τάξη αποτελεί, παγκοσμίως, σημαντικό πυλώνα στήριξης των πολιτικών συστημάτων εξουσίας και μοχλός μετάλλαξης του σύγχρονου καπιταλιστικού συστήματος και των παραλλαγών του.
Σε γενικές γραμμές, η μεσαία τάξη αντιπροσωπεύει όλα εκείνα τα νοικοκυριά που διαθέτουν υψηλότερο επίπεδο εισοδήματος από τις λαϊκές τάξεις (εργατική τάξη και άτομα σε κατάσταση κοινωνικού αποκλεισμού) αλλά χαμηλότερο από αυτό της ανώτερης τάξης (επιχειρηματική και διοικητική ελίτ). Δεν είναι μια, ενιαία και συμπαγής τάξη αλλά προσδιορίζεται ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος των νοικοκυριών. Γι’ αυτό, συχνά γίνεται αναφορά σε «μεσαίες τάξεις» (classes moyennes ή Middle Classes) ή ακόμα καλύτερα σε «μεσαία στρώματα».
Πρώτος διδάξας, ο Αριστοτέλης. Σε όλες τις πόλεις υπάρχουν τρεις τάξεις: οι υπερβολικά εύποροι, οι υπερβολικά άποροι και οι ενδιάμεσοι μεταξύ αυτών. («Εν απάσαις δη ταις πόλεσιν έστι τρία μέρη της πόλεως, οι μεν εύποροι σφόδρα, οι δε άποροι σφόδρα, οι δε τρίτοι οι μέσοι τούτων». «Πολιτικά» Δ’, 11,46).
Πρόδρομος της μεσαίας τάξης υπήρξε, ιστορικά, η αστική τάξη που δημιουργήθηκε στα τέλη του δέκατου τέταρτου αιώνα. Στην σημερινή της μορφή όμως, εμφανίζεται κυρίως μεταπολεμικά εις βάρος της συρρίκνωσης της εργατικής τάξης - στη Γαλλία από το 1970 περίπου.
Δεν αποτελεί η μεσαία τάξη κομμάτι της μικροαστικής τάξης, όπως την θεωρούσε ο μαρξισμός. Η μικροαστική τάξη, κατά τον Μαρξ, ήταν μια καπιταλιστική τάξη που αποτελούταν ουσιαστικά από ανεξάρτητους εργάτες, τεχνίτες, μικροέμπορους και καταστηματάρχες ή μικρούς γαιοκτήμονες αγρότες και διέθετε ελάχιστη δύναμη για να μεταμορφώσει την κοινωνία εφόσον η οργάνωση της δεν ήταν εύκολη, λόγω του υπάρχοντος ανταγωνισμού των μελών της στην αγορά.
Για τον προσδιορισμό της και τη θέση που κατέχει στην κοινωνική διαστρωμάτωση, η σύγχρονη διεθνής θεωρία και πρακτική λαμβάνει υπόψη μεμονωμένα ή σωρευτικά κριτήρια, όπως π.χ. το εισόδημα των νοικοκυριών, το συναίσθημα του ανήκειν στην τάξη αυτή, την πολιτιστική ή επαγγελματική ομοιογένεια της κλπ.
Η κρατούσα πάντως άποψη, τόσο στην θεωρία όσο και στη διεθνή πρακτική, υιοθετεί την ποσοτική προσέγγιση, ήτοι τα εισοδηματικά κριτήρια, με διαφοροποιήσεις όσον αφορά στο κατώφλι και το ταβάνι.
Ο Jörg Muller, Project Manager στο Ερευνητικό Κέντρο για τη Μελέτη και την Παρατήρηση των Συνθηκών Διαβίωσης-CREDOC, ορίζει την μεσαία τάξη ως το 50% των νοικοκυριών των οποίων το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα δεν ανήκει στο κατώτερο 30% των φτωχότερων, ούτε στο 20% των πλουσιότερων. Οι Camille Landais, Thomas Piketty και Emmanuel Saez (For a Tax Revolution, Le Seuil, Ιανουάριος 2011), υποστήριξαν ότι οι μεσαίες τάξεις στην Γαλλία, με βάση στοιχεία του 2010, αντιπροσώπευαν 20 εκατομμύρια ανθρώπους με ακαθάριστο μηνιαίο εισόδημα 3.000 ευρώ κατά μέσο όρο και 35.000 ευρώ ετησίως. Μια μελέτη της Goldman Sachs το 2008 όριζε την παγκόσμια μεσαία τάξη ως όλα τα άτομα που κερδίζουν μεταξύ 4.600 και 23.000 ευρώ ετησίως.
Το Εθνικό Γραφείο Στατιστικής (NBS) της Κίνας εκτιμά ότι η «ομάδα μεσαίου εισοδήματος» είναι ένα τυπικό νοικοκυριό τριών ατόμων που κερδίζει από 100.000 RMB έως 500.000 RMB (περίπου ΗΠΑ 14.844 $ έως 74.221 $ το 2022) ανά έτος. Με βάση τον ορισμό αυτό, υπολογίζεται ότι το 2017 η μεσαία τάξη της Κίνας υπερέβαινε τα 400 εκατ. πολίτες, ήτοι 140 εκατ. νοικοκυριά.
Ο ορισμός που εκπόνησε ο ΟΟΣΑ προβλέπει ότι ανήκουν στην μεσαία τάξη τα εισοδήματα που κυμαίνονται μεταξύ 70 και 200% του διάμεσου εισοδήματος των νοικοκυριών, εκφραζόμενο σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ), για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές του κόστους διαβίωσης από μια χώρα σε άλλη.
Με βάση τον ορισμό αυτό, οι Έλληνες είχαν το 2021 το τρίτο χαμηλότερο διάμεσο διαθέσιμο εισόδημα στην Ευρωπαϊκή Ένωση με βάση την αγοραστική δύναμη, 8.752 ευρώ και σε 9.917 μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ) ή σε μόλις 55% του αντίστοιχου εισοδήματος στην ΕΕ που ανερχόταν σε 18.019 ΜΑΔ. Μόνο η Βουλγαρία και η Ρουμανία είχαν χαμηλότερο διάμεσο επίπεδο εισοδήματος από την Ελλάδα, στην μεν πρώτη ήταν 9.375 ΜΑΔ και στη δεύτερη 9.917 ΜΑΔ.
Η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), χρησιμοποιώντας τα στοιχεία EU-SILC (EU Statistics on Income and Living Conditions), διακρίνει τον πληθυσμό σε εισοδηματικά τεταρτημόρια με βάση το διαθέσιμο εισόδημα. (Διάμεσο είναι το εισόδημα εκείνο που χωρίζει σε ισάριθμες ομάδες όσους έχουν υψηλότερο και όσους έχουν χαμηλότερο από αυτό εισόδημα, και στη συνέχεια το προσαρμόζει με τον αριθμό και τη σύνθεση των μελών των νοικοκυριών για να προκύψει το διάμεσο εισόδημα ανά κάτοικο.)
Για το 2018, τα δύο μεσαία τεταρτημόρια, που καλύπτουν τα μεσαία εισοδήματα, περιλάμβαναν αυτά που είχαν εισόδημα μεταξύ 5.373 ευρώ και 11.200 ευρώ ετησίως στην περίπτωση ενός μονοπρόσωπου νοικοκυριού και μεταξύ 10.746 και 22.400 για ένα ζευγάρι με δύο παιδιά και άνω.
Για να εκφραστεί η κοινωνική διαστρωμάτωση, χρησιμοποιείται η κλεψύδρα και το αερόστατο. Κοινωνίες με περιορισμένη μεσαία τάξη μοιάζουν με κλεψύδρα , όπου το μέσον είναι πολύ στενό, ενώ κοινωνίες με ισχυρή μεσαία τάξη παρομοιάζονται με αερόστατο, όπου το πάνω μέρος υποδηλώνει την ανώτερη εισοδηματική τάξη το κάτω την φτωχότερη και το έντονα φουσκωμένο στην μέση, την μεσαία τάξη.
Απαραίτητο στοιχείο, ωστόσο, για την ακρίβεια του προσδιορισμού αυτού, αποτελεί η αληθής δήλωση των νοικοκυριών των πραγματικών εισοδημάτων τους, γεγονός που, κατά γενική ομολογία, εξαιρουμένων των μισθωτών και συνταξιούχων, απέχει αρκετά από την πραγματικότητα.
Με βάση τα στοιχεία του 2021 που αφορούσαν εισοδήματα του 2020, έξι στα δέκα νοικοκυριά δήλωσαν ετήσια εισοδήματα κάτω από 10.000 ευρώ ενώ μέχρι 5.000 ευρώ το 40% των φυσικών προσώπων. 616.448 φορολογούμενοι δήλωσαν μηδενικό εισόδημα ενώ 1.199 φυσικά δήλωσαν εισοδήματα άνω των 900.000 ευρώ.
Από το συνολικό εισόδημα των 79,727 δισ. ευρώ, οι μισθωτοί δήλωσαν 32,5 δισ. ευρώ, οι συνταξιούχοι 24,89 δισ. ευρώ, οι ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι 10,7 δισ. ευρώ, οι εισοδηματίες 8,242 δισ. ευρώ και οι αγρότες 3,3 δισ. Ευρώ.
1.2 Η σημασία Ορθά, η μεσαία τάξη θεωρείται πηγή της επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας. Οι αξίες της δίνουν έμφαση στην εκπαίδευση, την σκληρή δουλειά και την λιτότητα. Είναι πηγή όλων των απαραίτητων εισροών για την ανάπτυξη σε μια νεοκλασική οικονομία - νέες ιδέες, συσσώρευση φυσικού κεφαλαίου και συσσώρευση ανθρώπινου κεφαλαίου.
Ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι αρίστη πολιτική κοινωνία είναι αυτή στην οποία κυριαρχεί η μεσαία τάξη και ότι οι καλύτερα κυβερνώμενες πόλεις είναι εκείνες στις όποιες η μεσαία τάξη είναι η πλέον ευμεγέθης και ισχυρή από τις άλλες δύο. («Δήλον άρα ότι και η κοινωνία η πολιτική αρίστη ή δια των μέσων, και τας τοιαύτας ενδέχεται ευ πολιτεύεσθαι πόλεις, εν αίς δη πολύ το μέσον καί κρείττον μάλιστα μεν αμφοίν…». («Πολιτικά» Δ’, 11,39-49).
Ο Σταγειρίτης πανεπιστήμων θεωρούσε, επίσης, ως καλύτερη τη μεσαία τάξη, διότι είναι η μόνη που δεν επαναστατεί («μόνη γαρ αστασίαστος») και διότι καθιστά την δημοκρατία ασφαλέστερη και μακροβιότερη. «Αι δημοκρατίαι δε ασφαλέστεραι των ολιγαρχιών είσι και πολυχρονιώτεραι δια τους μέσους…». Πίστευε μάλιστα ότι αν επικρατούσε το ένα ή το άλλο άκρο δεν θα ήταν μόνο σε βάρος της μεσαίας τάξης αλλά και αυτής της δημοκρατίας, η κατάργηση της οποίας από τους «σφόδρα πλουσίους» θα επέφερε την ολιγαρχία που υπήρχε ενδεχόμενο να εκτραπεί σε τυραννία. Κατέληγε μάλιστα λέγοντας ότι όταν δεν υπάρχει μεσαία τάξη και στον λαό επικρατήσει η τάξη των μη εχόντων, επέρχεται κακοδιοίκηση και η δημοκρατία αφανίζεται γρήγορα. («.. όταν άνευ τούτων τω πλήθει υπερτείνωσιν οι άποροι, κακοπραγία γίνεται και (αι δημοκρατίαι) απόλλυνται ταχέως».
Μια ισχυρή και ευημερούσα μεσαία τάξη είναι, επομένως, σημαντική για την οικονομία και την κοινωνία στο σύνολό της, και ιδίως για τη διατήρηση της κατανάλωσης και των επενδύσεων στην εκπαίδευση, την υγεία και τη στέγαση. Οι φόροι που της αντιστοιχούν είναι απαραίτητοι για τη σωστή χρηματοδότηση της κοινωνικής προστασίας.
1.3 Εισοδηματική ανισότητα και συρρίκνωση της μεσαίας τάξης. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η ανισότητα στην κατανομή του εισοδήματος στην Ελλάδα ήταν από τις υψηλότερες στην ΕΕ, καθώς στο 20% των κατοίκων με τα υψηλότερα εισοδήματα αντιστοιχούσε περίπου στο 40% του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος έναντι 38,2% στην ΕΕ, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για το 20% του πληθυσμού με τα χαμηλότερα εισοδήματα ήταν μικρότερο από το 7% έναντι 7,9% στην ΕΕ.
Στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ, το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο εδώ και τριάντα χρόνια. Σήμερα, το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού στην περιοχή του ΟΟΣΑ κερδίζει 9,5 φορές το εισόδημα του φτωχότερου 10%, ενώ στη δεκαετία του 1980 η αναλογία ήταν 7 προς 1 και έκτοτε αυξάνεται συνεχώς.
Τα υψηλότερα επίπεδα διάμεσου διαθέσιμου εισοδήματος καταγράφηκαν στα δυτικά και σκανδιναβικά κράτη μέλη της ΕΕ, ιδίως στο Λουξεμβούργο (32 132 PPS), τις Κάτω Χώρες (24 560 PPS), την Αυστρία (24 450 PPS) και τη Γερμανία (23 401 PPS). Από την άλλη πλευρά, το διάμεσο διαθέσιμο εισόδημα ήταν χαμηλότερο στα περισσότερα νότια και ανατολικά κράτη μέλη, ιδίως στη Ρουμανία (8 703 PPS), τη Βουλγαρία (9 375 PPS), την Ελλάδα (9 917 PPS) και την Ουγγαρία (9 982 PPS).
Με βάση τον ορισμό της ΕΛΣΤΑΤ, το 2009 τα μεσαία εισοδήματα κυμαίνονταν μεταξύ 8.000 και 16.625 ευρώ. Ενώ το 2009, τα 16.000 ευρώ θεωρούταν μεσαίο εισόδημα, το ίδιο εισόδημα το 2018 χαρακτηρίζεται ως υψηλό. Χαμηλόμισθος θεωρούταν κάποιος που κέρδιζε 7.000 ευρώ το 2009, ενώ με το ίδιο εισόδημα το 2018 θεωρείται μεσαίος.
Όλες σχεδόν οι εισοδηματικές ομάδες έχουν δει διαδοχικές αυξήσεις στον φόρο εισοδήματός τους από το 2012. Τα νοικοκυριά των 5.000 έως 12.000 ευρώ υπέστησαν δύο διαδοχικές αυξήσεις φόρων 17% κατά τη διάρκεια 2012-2014 και 2014-2017. Τα νοικοκυριά των 12.000-16.000 ευρώ είδαν τον φόρο τους να αυξάνεται κατά 21% το 2012-2014 και 26% το 2014-2017.
Ως εκ τούτου, τα νοικοκυριά της μεσαίας τάξης γίνονται ολοένα και πιο ανήσυχα για την οικονομική τους κατάσταση.
Πρώτον, θεωρούν ότι δεν έχουν επωφεληθεί από την οικονομική ανάπτυξη τόσο όσο τα ανώτερα εισοδήματα. Δεύτερον, αντιμετωπίζουν ακρίβεια στον τρόπο ζωής τους. Οι τιμές των κατοικιών αυξάνονται τρεις φορές πιο γρήγορα από το μεσαίο εισόδημα των νοικοκυριών τις τελευταίες δύο δεκαετίες, Ομοίως, όσον αφορά τις δαπάνες για καλή εκπαίδευση και υγειονομική περίθαλψη. Τρίτον, ζουν με την αβεβαιότητα των προοπτικών της αγοράς εργασίας, με έναν στους έξι εργαζόμενους μεσαίου εισοδήματος να διατρέχει κίνδυνο απώλειας της θέσης του, λόγω εφαρμογής αυτοματοποιημένων συστημάτων.
Η υπερχρέωση, τέλος, είναι υψηλότερη για τα μεσαία εισοδήματα από ό,τι για τα νοικοκυριά χαμηλού και υψηλού εισοδήματος. Περισσότερα από ένα στα πέντε νοικοκυριά μεσαίου εισοδήματος ξοδεύουν περισσότερα από όσα κερδίζουν.
Με βάση τα στοιχεία της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών 2022 της ΕΣΛΤΑΤ, o πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, σύμφωνα με τον αναθεωρημένο ορισμό ανέρχεται στο 26,3% του πληθυσμού της Χώρας (2.722.000 άτομα), παρουσιάζοντας μείωση κατά 2,0 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2021 (28,3%).
Στον αντίποδα των ανωτέρω στοιχείων βρίσκεται το Global Wealth Report 2022 της Credit Suisse, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα και διαπιστώνει ότι ο πλούτος (ακίνητη περιουσία συν χρηματοοικονομική περιουσία (financial) μείον τα χρέη (debt)) του μέσου (mean) ενήλικα Έλληνα είναι 108.000 USD, ενώ του διάμεσου (median) είναι 55.000 USD. Ο μέσος Έλληνας έχει ακίνητο/α αξίας 83.000 ευρώ, χρηματοοικονομική περιουσία 40.000 ευρώ και χρέος 15.000 ευρώ.
Η μελέτη αυτή θεωρεί ότι, συγκριτικά με άλλες χώρες, η Ελλάδα παρουσιάζει τις μικρότερες ανισότητες πλούτου (Gini index = 68.2), και θεωρείται από τις πιο πλούσιες κοινωνίες παγκοσμίως αλλά και στη γεωγραφική περιοχή μας.
Όπως και να έχει το θέμα, δεδομένου ότι η μεσαία τάξη παίζει σημαντικό ρόλο στην κοινωνική και οικονομική συνοχή της χώρας μας, οι Κυβερνήσεις έχουν στα χέρια τους ένα σύνολο εργαλείων πολιτικής για να αντιμετωπίσουν προκλήσεις αδικίας, δυσβάσταχτων δαπανών και κινδύνων απασχόλησης. Απαιτούνται στοχευμένες μεταρρυθμίσεις στους τομείς της αγοράς εργασίας, των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης, καθώς και των δημοσιονομικών και κοινωνικών πολιτικών.
Ας μάθουμε από τα λάθη μας και ας ακούσουμε επιτέλους τους προγόνους μας.
Κάτι παραπάνω ήξεραν αυτοί...
Ο Δρ Γιώργος Ασωνίτης είναι Ειδικός Επιστήμονας στην Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος
Δημοσιεύουμε απόψεις και σχόλια αναγνωστών. Οι απόψεις και τα σχόλια που δημοσιεύονται εκφράζουν τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει και δεν φέρει καμία ευθύνη για τις απόψεις ή σχόλια αναγνωστών.
Σχόλια ()