Η Κοινή Γνώμη για τα εθνικά μας ζητήματα – με αφορμή την θέση για προσφυγή στο ΔΔΧ

Κλασικό παράδειγμα αυτής της προσέγγισης είναι η Αγγλο-γαλλική Διαιτησία, όπου τα νησιά Channel που ανήκουν στο Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκονται πιο κοντά στην ηπειρωτική ακτή της Γαλλίας παρά στην ακτή του Ηνωμένου Βασιλείου.

Η Κοινή Γνώμη για τα εθνικά μας ζητήματα – με αφορμή την θέση για προσφυγή στο ΔΔΧ

Του Γιώργου Ασωνίτη

Κοινή γνώμη είναι η ιδέα που σιωπηρά αποδέχονται ή εκφράζουν κατά πλειοψηφία τα μέλη μιας κοινότητας- τοπικής, εθνικής, διεθνούς- για θέματα κοινού ενδιαφέροντος.

Η ορθή και πλήρης ενημέρωση είναι επομένως σημαντικό στοιχείο στην διαμόρφωση ή καλύτερα στην καλλιέργεια της κοινής γνώμης. Όταν ο πολίτης έχει κριτική ικανότητα και δύναμη τότε η συμβολή του στην δημοκρατία είναι πολύ σημαντική. Η αξιολόγηση των πηγών ενημέρωσης είναι εκ των ουκ άνευ στην όλη διαδικασία.

Είναι ενήμερη η κοινή γνώμη π.χ. για το γεγονός ότι το εύρος του εναέριου χώρου της χώρας μας (10ν.μ.) δεν αμφισβητείται μόνο από την Τουρκία αλλά και από τις Η.Π.Α. και άλλες χώρες του ΝΑΤΟ; (George Assonitis, The Greek Airspace: The Legality of a paradox, The U.S. Air Force Academy, Journal of Legal Studies, 1997-1998).

Γνωρίζει η ελληνική κοινωνία ότι μια επέκταση του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης στο Αιγαίο στα 12 ν.μ. βρίσκει αντίθετη όχι μόνον την Τουρκία (casus belli) αλλά και άλλες μεγάλες δυνάμεις (π.χ. ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, Ρωσία) που θα ήθελαν ένα αρκετά ευρύ καθεστώς ανοικτής θάλασσας στο Αιγαίο για την ναυσιπλοΐα, τόσο των εμπορικών αλλά κυρίως των πολεμικών τους πλοίων;

Φαίνεται να παγιώνεται η θέση της χώρας μας ότι για την επίλυση της διαφοράς που αφορά την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας ενδεδειγμένη λύση αποτελεί η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ). Είναι ενημερωμένη η κοινή γνώμη για τις συνέπειες που θα είχε στις Ελληνικές θέσεις μια τέτοια εξέλιξη;

Μια από κοινού προσφυγή στο ΔΔΧ μπορεί να γίνει μόνο αν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας για την οριοθέτηση των θαλασσίων αυτών ζωνών δεν καταλήξουν σε αποτέλεσμα, συνθήκη, που με την κατάσταση που επικρατεί στις σχέσεις των δύο χωρών και τις εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις τους, θεωρείται μάλλον αδύνατη.

Η Ελλάδα θεωρεί ότι τα νησιά έχουν δικαίωμα σε πλήρη υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ ενώ η Τουρκία ισχυρίζεται ότι τα νησιά δεν έχουν καθόλου υφαλοκρηπίδα ή ΑΟΖ ή έχουν μερική επήρεια επί των ζωνών αυτών.

Τι προβλέπει το Δίκαιο της Θάλασσας για το ζήτημα αυτό;

Τα δικαιώματα και οι δικαιοδοσίες του παράκτιου κράτους και τα δικαιώματα και οι ελευθερίες των άλλων κρατών στην υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ,  διέπονται από τις σχετικές διατάξεις της Σύμβασης για το Δίκαιο της θάλασσας (1982).

Στις δύο αυτές θαλάσσιες ζώνες, το παράκτιο κράτος ασκεί συγκεκριμένα «κυριαρχικά δικαιώματα», προς το σκοπό της εξερεύνησης και εκμετάλλευσης των φυσικών τους πόρων.

H οριοθέτηση δύο θαλασσίων ζωνών, ήτοι της Υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ αποτελεί την μόνη διαφορά που αποδέχεται η Ελλάδα στο Αιγαίο.

Η Τουρκία θα πρέπει να αποδεχτεί ότι μόνο οι εν λόγω οριοθετήσεις θα αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής στο ΔΔΧ και όχι οποιαδήποτε άλλη απαίτηση της στο Αιγαίο, όπως π.χ. η αποστρατικοποίηση Ελληνικών νησιών, η μη επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων πέραν των έξι ν.μ. η αμφισβήτηση της κυριαρχίας σε περίπου 150 μικρονήσια στο Αιγαίο, το εύρος του εθνικού εναέριου χώρου (10 ν.μ.) και τα όρια του FIR Αθηνών.

Η προσφυγή στο ΔΔΧ, εφόσον τα Κράτη δεν έχουν αποδεχτεί εκ προοιμίου την δικαιοδοσία του επί των ζητημάτων αυτών, θα πρέπει να γίνει μέσω της σύναψης, συνυποσχετικού  – που επέχει θέση Διεθνούς Σύμβασης – και το οποίο θα θέτει στο Δικαστήριο συγκεκριμένα θέματα καλώντας το να αποφασίσει επ’ αυτών και μόνο.

Είναι και τούτο ένδειξη του βουλητικού χαρακτήρα του Διεθνούς Δικαίου, εν αντιθέσει προς την εσωτερική έννομη τάξη, που η υπαγωγή μιας διαφοράς σε δικαστικό όργανο δεν προϋποθέτει την θετική βούληση των μερών ως προς την αρμοδιότητα των Δικαστηρίων.

Για τους μη μυημένους περί το Δίκαιο της θάλασσας, υφαλοκρηπίδα ενός παράκτιου κράτους, υπό την νομική της έννοια, αποτελεί ο θαλάσσιος βυθός και το υπέδαφος – άρα τα ορυκτά κοιτάσματα της- που εκτείνεται πέραν της αιγιαλίτιδας ζώνης καθ' όλη την έκταση της φυσικής προέκτασης του χερσαίου του εδάφους μέχρι του εξωτερικού ορίου του υφαλοπλαισίου ή σε μια απόσταση 200 ναυτικών μιλίων από τις γραμμές βάσης από τις οποίες μετράται το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης, στην περίπτωση που το εξωτερικό όριο του υφαλοπλαισίου είναι μικρότερο της απόστασης αυτής.

Ως αποκλειστική οικονομική ζώνη ορίζεται η πέραν και παρακείμενη της αιγιαλίτιδας ζώνης περιοχή, ήτοι το θαλάσσιο στοιχείο (φυσικοί πόροι), το εύρος της οποίας δεν επιτρέπεται να εκτείνεται πέραν των 200 ναυτικών μιλίων από τις γραμμές βάσης από τις οποίες μετράται το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης.

Ως εκ τούτου, τα όρια ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας grosso modo συμπίπτουν, εκτός αν η δεύτερη εκτείνεται πέραν των ορίων της πρώτης.

Η οριοθέτηση μεταξύ απέναντι ή όμορων Κρατών γίνεται κατ’ αρχήν με συμφωνία των δύο μερών, χωρίς να προβλέπεται κάποια μεθοδολογία, ωστόσο το αποτέλεσμα πρέπει να είναι σύμφωνο με τις αρχές της ευθυδικίας (equitable principles).

Οι οριοθετήσεις των ζωνών αυτών γίνονται με βάση την αρχή της ίσης απόστασης (equidistance principle), με χρήση της μέσης γραμμής (median line) για τις αντικείμενες ακτές, ενώ με χρήση της πλάγιας γραμμής (lateral line) για τις παρακείμενες ακτές.

Αν το Δικαστήριο κληθεί να κρίνει την υπόθεση επί της ουσίας, θα λάβει υπόψη του τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου (συμβατικού και εθιμικού) καθώς επίσης την διεθνή Νομολογία, ιδιαίτερα μάλιστα εκείνη που το ίδιο έχει υιοθετήσει σε παρόμοιες υποθέσεις οριοθέτησης.

Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι η νομολογία του ΔΔΧ, η οποία είναι πλούσια σε θέματα οριοθέτησης θαλασσίων αυτών ζωνών, προσφέρει κάποιες ενδείξεις για την πιθανή έκβαση μιας ελληνοτουρκικής προσφυγής.  Ωστόσο κάθε υπόθεση οριοθέτησης είναι ξεχωριστή και το Δικαστήριο την αντιμετωπίζει ad hoc.

Σαφής είναι, ωστόσο, η μεθοδολογία που έχει υιοθετήσει το Δικαστήριο σε υποθέσεις οριοθέτησης: πρώτον, θέτει μια προσωρινή μέση γραμμή, δεύτερον, εξετάζει την ύπαρξη ειδικών περιστάσεων που δικαιολογούν την μετακίνηση της προσωρινής μέσης γραμμής και, τρίτο, εξακριβώνει αν το παραγόμενο αποτέλεσμα είναι δίκαιο, βάσει των Συνθηκών.

Σε υποθέσεις οριοθέτησης μεταξύ δύο Κρατών που αντίκεινται και έχουν ενδιάμεσα νησιά, η διεθνής Νομολογία έχει αναπτύξει μια ελαφρώς διαφορετική προσέγγιση για τον καθορισμό μιας προσωρινής γραμμής. Αντί να χαραχθεί μια αυστηρή γραμμή ίσης απόστασης όπως η προσωρινή γραμμή, τα Δικαστήρια έχουν την τάση να τραβούν μια γραμμή ίσης απόστασης από τις ηπειρωτικές ακτές, αγνοώντας τα ενδιάμεσα νησιά.

Κλασικό παράδειγμα αυτής της προσέγγισης είναι η Αγγλο-γαλλική Διαιτησία, όπου τα νησιά Channel που ανήκουν στο Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκονται πιο κοντά στην ηπειρωτική ακτή της Γαλλίας παρά στην ακτή του Ηνωμένου Βασιλείου. Το δικαστήριο αποφάσισε να δώσει στα νησιά πλήρη αιγιαλίτιδα ζώνη 12 ν.μ. αλλά μειωμένη επήρεια σε υφαλοκρηπίδα με αποτέλεσμα να τα εγκλωβίσει. Ανάλογη απόφαση έλαβε το Διαιτητικό Δικαστήριο στην Υπόθεση Ερυθραίας/Υεμένης, όπου νησιά της Υεμένης ευρισκόμενα κοντά στις ακτές της Ερυθραίας αγνοήθηκαν πλήρως, ενώ νησιά της ευρισκόμενα κοντά στις ακτές της λήφθηκαν πλήρως υπόψη στην οριοθέτηση.

Η ύπαρξη των ενδιάμεσων νησιών θεωρείται ως ειδική περίσταση που μπορεί να ληφθεί υπόψη για να προσαρμοστεί ανάλογα η γραμμή ίσης απόστασης. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι σε τέτοια κρίση, είναι σύνηθες για τα δικαστήρια να εγκλωβίζουν μερικώς ή πλήρως κάποια νησιά, μη μετατοπίζοντας έτσι την γραμμή ίσης απόστασης.

Ωστόσο, δεν είναι σαφές τι επήρεια πρέπει να δοθεί σε νησιά σε οποιαδήποτε θαλάσσια οριοθέτηση. Διεθνή δικαστήρια έχουν υποστηρίξει σταθερά ότι τα μικρά νησιά δεν πρέπει να έχουν πλήρη επήρεια υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ έναντι της ηπειρωτικής χώρας ενός μεγάλου ηπειρωτικού κράτους.

Αν λοιπόν μια Απόφαση του ΔΔΧ - η οποία είναι τελεσίδικη -  δεν δικαιώσει πλήρως τις Ελληνικές θέσεις ή τις δικαιώσει μερικώς, είναι έτοιμοι όσοι χρησιμοποιούν άτεγκτη ρητορική να αντέξουν αυτό το φορτίο;

Δεδομένου βέβαια ότι θα πρόκειται για μια δικαστική Απόφαση, θα είναι ευκολότερο να γίνει αποδεκτή και να αποσβέσει οποιοδήποτε κοινωνικό κραδασμό. Έστω και αν κάποια νησιά, όπως π.χ. το Καστελόριζο – υπόθεση εργασίας κάνω – εγκλωβιστούν.

Η ελληνική κοινωνία είναι διατεθειμένη και εκπαιδευμένη για τέτοιου είδους
αποτελέσματα ή τελικά θα προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων, με τη χώρα να χωρίζεται για ακόμα μία φορά σε «προδότες και πατριώτες»;

Ευτυχώς ένα τέτοιο σενάριο αποφεύχθηκε πρόσφατα μετά τις ακρότητες για το «Μακεδονικό». Από το λάβαρο της Αγίας Λαύρας και τις «πατριωτικές λαοπλημμύρες», η υπογραφή της Σύμβασης με την γείτονα, περιέργως πως δεν δημιούργησε την παραμικρή κοινωνική αντίδραση.

Κόμματα, Πολιτικοί, Δημοσιογράφοι, Εκκλησία και μέλη της Ακαδημαϊκής κοινότητας είναι συχνά «στρατευμένοι» με μαξιμαλιστικές θέσεις στα Εθνικά ζητήματα. Φωνές μετριοπαθέστερες που ακούγονται κατά καιρούς συχνά γίνονται αντικείμενο κριτικής, λοιδοριών, προδοσίας κλπ.

Το να έχει, επομένως, σχηματίσει ο λαός την πραγματική εικόνα για τα Εθνικά θέματα αποτελεί συστατικό στοιχείο μιας ώριμης πολιτικά κοινωνίας και ενός ορθού πολιτικού συστήματος. Είναι δύσκολη άσκηση με πολλά εμπόδια, αλλά όχι ακατόρθωτη.

Ο Γιώργος Ασωνίτης είναι Δρ Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Γενεύης και Ειδικός Επιστήμονα σε θέματα ΕΕ στην Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος.

Δημοσιεύουμε απόψεις και σχόλια αναγνωστών. Οι απόψεις και τα σχόλια που δημοσιεύονται εκφράζουν τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει και δεν φέρει καμία ευθύνη για τις απόψεις ή σχόλια αναγνωστών.